αεροστατική

αεροστατική
Κλάδος της φυσικής που μελετά τις μηχανικές ιδιότητες των αερίων, όταν βρίσκονται σε κατάσταση ισορροπίας. Η α. ερευνά επίσης τις συνθήκες ισορροπίας των στερεών σωμάτων, που ηρεμούν στον αέρα, υπό την επίδραση του βάρους τους και της άνωσης που δέχονται από τον ατμοσφαιρικό αέρα. Η άνωση αυτή είναι ανάλογη με εκείνη των υγρών, σύμφωνα με την αρχή του Αρχιμήδη. Έτσι, τα σώματα που βρίσκονται στον αέρα έχουν βάρος μικρότερο απ’ ό,τι στην πραγματικότητα. Η άνωση είναι ανάλογη με τον όγκο του σώματος και το ειδικό βάρος του αέρα. Η α. αποτελεί επίσης κλάδο της μετεωρολογίας, που ονομάζεται και στατική της ατμόσφαιρας. Εξετάζει διάφορα ατμοσφαιρικά φαινόμενα, όπως το χαμήλωμα της ομίχλης και των νεφών και τις μεταβολές της πίεσης ανάλογα με το ύψος κλπ.
* * *
η
κλάδος τής Μηχανικής τών Ρευστών, που μελετά την ισορροπία τών σωμάτων μέσα στα αέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αήρ -έρος + -στατική, θηλ. του επιθ. στατικός, πρβλ. αγγλ. aerostatics].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αεροστατική — η κλάδος της φυσικής που εξετάζει τις ιδιότητες των αερίων και του αέρα όταν βρίσκονται σε ισορροπία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αεροστατικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την αεροστατική 2. ο σχετικός με το αερόστατο 3. το θηλ. ως ουσ. η αεροστατική …   Dictionary of Greek

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • πίεση — Φυσικό μέγεθος με το οποίο υποδηλώνεται η δύναμη που ασκείται σε κάθε μονάδα επιφάνειας· η π. έτσι ορίζεται με το πηλίκον της δύναμης που δρα κάθετα και ομοιόμορφα σε μια επιφάνεια, δια του εμβαδού αυτής της επιφάνειας: και εκφράζεται, ανάλογα με …   Dictionary of Greek

  • αεροστατικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην αεροστατική ή στο αερόστατο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”